- ερευγοβιος
- ἐρευγόβιοςἐρευγό-βιοςὅ чревоугодник, обжора Anth.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ερευγόβιος — ἐρευγόβιος, ον (Α) αυτός που περνά τον βίο του ρευόμενος, ο λαίμαργος, ο κοιλιόδουλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερεύγομαι (I) + βίος] … Dictionary of Greek